-
1 κατα-χώννῡμι
κατα-χώννῡμι (s. χώννυμι), zuschütten, zudämmen, verschütten; ἐπεὶ ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας Her. 4, 173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίϑοις, wir werden dich mit Steinen überschütten, Ar. Ach. 295; mit Geschossen, σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7, 225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, mit Lob überschütten, was B. A. 45, 21 καταπληρῶσαι erklärt wird; vgl. Plat. Gorg. 512 b; übertr., τὰ πρῶτα ὀνόματα τεϑέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind überschüttet, verdunkelt, Crat. 414 c; Sp.
-
2 καταχώννυμι
A :—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173;κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach. 295
(tm.);σφέας.. κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225
;ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15
; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—[voice] Pass., Lib.Or.61.15.3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει.. τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.;κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c
;τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e
:—[voice] Pass., to be buried in obscurity,τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c
;ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9
.4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχώννυμι
См. также в других словарях:
καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… … Dictionary of Greek